διαδικώ

διαδικώ
(I)
διαδικῶ (-έω) (Α)
1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο
2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, -ώ].
————————
(II)
διαδικῶ (-έω) (Α)
αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω (-ώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”